μεταρσίωση

μεταρσίωση
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα
2. μτφ. εξύψωση τού πνεύματος και τής ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση τού πνεύματος είναι έργο τής θρησκείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ. Πολίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταρσίωση — η η εξύψωση του πνεύματος και της ψυχής: Τα κηρύγματά του οδηγούν στη μεταρσίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταρσιωτικός — ή, ό [μεταρσιώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρσίωση ή αυτός που προκαλεί μεταρσίωση («μεταρσιωτικοί ύμνοι») …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ανάταση — η (AM ἀνάτασις) [ανατείνω] η ενέργεια του ανατείνω, η τάση προς τα επάνω, ανύψωση νεοελλ. 1. μτφ. ψυχική μεταρσίωση, έξαρση του πνεύματος 2. (Γυμν.) άσκηση στην οποία ο ασκούμενος υψώνει τα χέρια του κατακόρυφα προς τα επάνω με τις παλάμες… …   Dictionary of Greek

  • έξαρση — η 1. ανύψωση, εξύψωση, έπαρση, υψωμός. 2. μτφ., διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ψυχική μεταρσίωση, πνευματική ανάταση: Από τη φτερωμένη έξαρση που δινε στην ψυχή του η αγία πίστη (Κ. Χρηστομάνος). 3. έμφαση, εμφαντική διατύπωση: Αυτή τη λέξη την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”